δακρυαγωγός

δακρυαγωγός
ός , όν
1) анат. слёзный;

δακρυαγωγός πόρος — слёзный канал;


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δακρυαγωγός" в других словарях:

  • δακρυαγωγός — ο 1. αυτός μέσα από τον οποίο διέρχονται τα δάκρυα («δακρυαγωγός πόρος») 2. αυτός που προκαλεί τη ροή τών δακρύων («δακρυαγωγά φάρμακα») …   Dictionary of Greek

  • δακρυαγωγός — ο αυτός που φέρνει δάκρυα: Δακρυαγωγοί πόροι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»